- σιωνιστικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στο σιωνισμό: Η σιωνιστική κίνηση στα τελευταία χρόνια είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.